ανθολογώ — ανθολογώ, ανθολόγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανθολογώ — (Α ἀνθολογῶ, έω) νεοελλ. διαλέγω τα καλύτερα κομμάτια, συμπεριλαμβάνω σε ανθολογία, καταρτίζω ανθολογία αρχ. 1. μαζεύω λουλούδια 2. ανθολογούμαι (για τις μέλισσες) συλλέγω το μέλι από τα λουλούδια … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
εξανθίζω — και εξανθώ, έω (AM ἐξανθίζω) 1. κάνω κάτι ν ανθίσει 2. μέσ. κόβω άνθη, μαζεύω λουλούδια 3. ανθολογώ, διαλέγω, σχηματίζω ανθολογία αρχ. 1. (γεν. και μτφ.) στολίζω με άνθη, χρωματίζω με ανθηρά, ποικίλα χρώματα και γενικά στολίζω, κοσμώ, διακοσμώ,… … Dictionary of Greek
κυπηρολογώ — κυπηρολογῶ, έω (Α) ξεριζώνω τα ζιζάνια κύπερες, τα οποία εμποδίζουν την κανονική ανάπτυξη τών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύπηρις + λογῶ (< λόγος < λέγω «συλλέγω, μαζεύω»), πρβλ. ανθολογώ, σταχυο λογώ] … Dictionary of Greek